- έμπονος
- ἔμπονος, -ον (AM)Ι. 1. αυτός που υπομένει τους πόνους, τους κόπους2. πονεμένος, γεμάτος πόνο («ἔμπονος κραυγή», ΠΔ Μακκ.)2. κουραστικός, επίπονος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμπονονη αντοχή στους κόπουςΙΙ. επίρρ. ἐμπόνως1. με κόπο, κοπιαστικά, επίπονα2. προσεκτικά, με επιμέλεια3. με ζήλο.
Dictionary of Greek. 2013.